- ἐξευτέλισε
- ἐξευτελίζωreduceaor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐξευτελίζωreduceaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυλί — το / σκυλίν, ΝΜ, και παλ. τ. σκυλλί Ν [σκύλος] σκύλος νεοελλ. 1. υβριστική προσωνυμία βαρβάρων και μη χριστιανών («την άγια Τράπεζά μας μη μάς τήν πάρουν τα σκυλιά και μάς τή μαγαρίσουν», δημ. τραγούδι) 2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ μεγάλη… … Dictionary of Greek
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Αφθόνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους δώδεκα μαθητές του αιρετικού Μάνεντα (3ος αι. μ.Χ.). Ο Φιλοστόργιος αναφέρει γι’ αυτόν ότι ήταν σοφός και δεινός στον λόγο. Ο Αέτιος όμως από την Αντιόχεια συζήτησε δημόσια μαζί του και τόσο τον… … Dictionary of Greek
(ε)ξευτελίζω — (ε)ξευτέλισα, (ε)ξευτελίστηκα, (ε)ξευτελισμένος, μτβ. 1. (για πράγματα), κάνω κάτι φτηνό, υποβιβάζω την αξία του στο ελάχιστο: Οι μισθοί εξευτελίστηκαν. 2. (για πρόσωπα), υποβιβάζω ή εξουθενώνω την υπόληψη κάποιου, τον καταρρακώνω, τον ταπεινώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκουπίδι — το 1. πράγμα ακάθαρτο που ρυπαίνει: Μην πετάς τα σκουπίδια όπου να ναι. 2. φρ., «Με έκανε σκουπίδι», με εξευτέλισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)